θρεψερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θρεψερός η θρεψερή το θρεψερό
      γενική του θρεψερού της θρεψερής του θρεψερού
    αιτιατική τον θρεψερό τη θρεψερή το θρεψερό
     κλητική θρεψερέ θρεψερή θρεψερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θρεψεροί οι θρεψερές τα θρεψερά
      γενική των θρεψερών των θρεψερών των θρεψερών
    αιτιατική τους θρεψερούς τις θρεψερές τα θρεψερά
     κλητική θρεψεροί θρεψερές θρεψερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θρεψερός < (θρέφω) θρεψ- + -ερός

Προφορά

ΔΦΑ : /θɾe.pseˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θρεψερός

Επίθετο

θρεψερός, -ή, -ό

  1. (για χωράφι) γόνιμος, με μεγάλη απόδοση
      Χίλιες φορές το είπανε οι Αθαλασσίτες, να ξενητευτούν [...] να χτίσουνε χωριό καινούργιο, σε τόπο πιο φυλαγμένο, σε πιο θρεψερά χώματα.
    Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Οι Μαυρόλυκοι, 1944 [μυθιστόρημα], τόμος Α΄, κεφάλαιο πρώτο.
  2. παχύς, καλοθρεμμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.