γονιμοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η γονιμοποιός το γονιμοποιό
      γενική του/της γονιμοποιού του γονιμοποιού
    αιτιατική τον/τη γονιμοποιό το γονιμοποιό
     κλητική γονιμοποιέ γονιμοποιό
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γονιμοποιοί τα γονιμοποιά
      γενική των γονιμοποιών των γονιμοποιών
    αιτιατική τους/τις γονιμοποιούς τα γονιμοποιά
     κλητική γονιμοποιοί γονιμοποιά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «ειδοποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γονιμοποιός < γονιμο(ποιώ) + -ποιός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣo.ni.mo.piˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γονιμοποιός

Επίθετο

γονιμοποιός, -ός, -ό

  • (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που γονιμοποιεί
      Σχέδια του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα και του Γιάννη Τσαρούχη καθώς και έργα ακόμη 38 ελλήνων δημιουργών αντλούν την έμπνευσή τους από τα «Κεριά», τα «Τείχη», την «Πόλη», το «Όσο μπορείς», την «Ιθάκη», το «Επέστρεφε» και άλλα πασίγνωστα ή λιγότερο γνωστά ποιήματα του Καβάφη αποδεικνύοντας την οικουμενική και γονιμοποιό φύση του έργου του. (* εφημερίδα Το Βήμα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.