υπογόνιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπογόνιμος | η | υπογόνιμη | το | υπογόνιμο |
| γενική | του | υπογόνιμου | της | υπογόνιμης | του | υπογόνιμου |
| αιτιατική | τον | υπογόνιμο | την | υπογόνιμη | το | υπογόνιμο |
| κλητική | υπογόνιμε | υπογόνιμη | υπογόνιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπογόνιμοι | οι | υπογόνιμες | τα | υπογόνιμα |
| γενική | των | υπογόνιμων | των | υπογόνιμων | των | υπογόνιμων |
| αιτιατική | τους | υπογόνιμους | τις | υπογόνιμες | τα | υπογόνιμα |
| κλητική | υπογόνιμοι | υπογόνιμες | υπογόνιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
υπογόνιμος, -η, -ο
- (ιατρική) που δυσκολεύεται να τεκνοποιήσει, ενώ έχει (συστηματικές) σεξουαλικές επαφές
- Η νέα μελέτη δίνει ελπίδα σε υπογόνιμους άνδρες ότι θα μπορέσουν να αποκτήσουν απογόνους. (*)
Συγγενικά
- υπογονιμότητα
- → δείτε τις λέξεις υπό και γόνιμος
Μεταφράσεις
υπογόνιμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.