άγονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άγονος | η | άγονη | το | άγονο |
| γενική | του | άγονου | της | άγονης | του | άγονου |
| αιτιατική | τον | άγονο | την | άγονη | το | άγονο |
| κλητική | άγονε | άγονη | άγονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άγονοι | οι | άγονες | τα | άγονα |
| γενική | των | άγονων | των | άγονων | των | άγονων |
| αιτιατική | τους | άγονους | τις | άγονες | τα | άγονα |
| κλητική | άγονοι | άγονες | άγονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άγονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγονος < ἄ- στερητικό + γον- γόνος (τέκνο) -γονος[1] (γεννῶ)
- σημασία «χωρίς αποτέλεσμα, χωρίς απόδοση» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική stérile [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ɣo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐γο‐νος
Επίθετο
άγονος, -η, -ο
- μη γόνιμος
- ↪ άγονο έδαφος
- χωρίς αποτέλεσμα, άκαρπος
- ↪ ο διαγωνισμός κηρύχθηκε άγονος
- μη προσοδοφόρος ή αποδοτικός
- ↪ τα πλοία της άγονης γραμμής
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- άγονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.