γονιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γονιμότητα | οι | γονιμότητες |
| γενική | της | γονιμότητας | των | γονιμοτήτων |
| αιτιατική | τη | γονιμότητα | τις | γονιμότητες |
| κλητική | γονιμότητα | γονιμότητες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γονιμότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γονιμότης από την αιτιατική γονιμότητα < αρχαία ελληνική γόνιμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣo.niˈmo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γο‐νι‐μό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
γονιμότητα θηλυκό
- η ικανότητα αναπαραγωγής, η ιδιότητα του γόνιμου
- η θεά της γονιμότητας
- (μεταφορικά) η δημιουργικότητα
Συγγενικά
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.