γονιμότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γονιμότητα οι γονιμότητες
      γενική της γονιμότητας των γονιμοτήτων
    αιτιατική τη γονιμότητα τις γονιμότητες
     κλητική γονιμότητα γονιμότητες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γονιμότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γονιμότης από την αιτιατική γονιμότητα < αρχαία ελληνική γόνιμος

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣo.niˈmo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γονιμότητα

Ουσιαστικό

γονιμότητα θηλυκό

  1. η ικανότητα αναπαραγωγής, η ιδιότητα του γόνιμου
    η θεά της γονιμότητας
  2. (μεταφορικά) η δημιουργικότητα

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.