ἄγνωστος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄγνωστος τὸ ἄγνωστον οἱ, αἱ ἄγνωστοι τὰ ἄγνωστα
Γενική τοῦ, τῆς ἀγνώστου τοῦ ἀγνώστου τῶν ἀγνώστων τῶν ἀγνώστων
Δοτική τῷ, τῇ ἀγνώστῳ τῷ ἀγνώστῳ τοῖς, ταῖς ἀγνώστοις τοῖς ἀγνώστοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄγνωστον τὸ ἄγνωστον τοὺς, τὰς ἀγνώστους τὰ ἄγνωστα
Κλητική ἄγνωστε ἄγνωστον ἄγνωστοι ἄγνωστα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀγνώστω
Γενική-Δοτική ἀγνώστοιν

Ετυμολογία

ἄγνωστος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ἄγνωστος -ος -ον ή ἄγνωτος

  1. μη γνωστός, άγνωστος
  2. που δεν είναι δυνατόν να γίνει γνωστός
  3. που δεν γνωρίζει κάτι

Αντώνυμα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.