πασίγνωστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πασίγνωστος | η | πασίγνωστη | το | πασίγνωστο |
| γενική | του | πασίγνωστου | της | πασίγνωστης | του | πασίγνωστου |
| αιτιατική | τον | πασίγνωστο | την | πασίγνωστη | το | πασίγνωστο |
| κλητική | πασίγνωστε | πασίγνωστη | πασίγνωστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πασίγνωστοι | οι | πασίγνωστες | τα | πασίγνωστα |
| γενική | των | πασίγνωστων | των | πασίγνωστων | των | πασίγνωστων |
| αιτιατική | τους | πασίγνωστους | τις | πασίγνωστες | τα | πασίγνωστα |
| κλητική | πασίγνωστοι | πασίγνωστες | πασίγνωστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πασίγνωστος < αρχαία ελληνική πασίγνωστος < πᾶς + γνωστός
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.