γνῶσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γνῶσῐς αἱ γνώσεις
      γενική τῆς γνώσεως τῶν γνώσεων
      δοτική τῇ γνώσει ταῖς γνώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν γνῶσῐν τὰς γνώσεις
     κλητική ! γνῶσῐ γνώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γνώσει
γεν-δοτ τοῖν  γνωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γνῶσις < θέμα γνω- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- (ξέρω, γνωρίζω)

Ουσιαστικό

γνῶσις θηλυκό

  1. επίγνωση, αναγνώριση
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 44.2
    ἦν μὲν γὰρ σελήνη λαμπρά, ἑώρων δὲ οὕτως ἀλλήλους... τὴν δὲ γνῶσιν τοῦ οἰκείου ἀπιστεῖσθαι. ὁπλῖται δὲ ἀμφοτέρων οὐκ ὀλίγοι ἐν στενοχωρίᾳ ἀνεστρέφοντο
    και όταν ήταν φωτεινή η σελήνη έβλεπαν ο ένας τον άλλον... όμως δεν ήταν βέβαιοι ότι αναγνώριζαν τους δικους τους. Πολλοί στρατιώτες και από τις δύο πλευρές κινούνταν πάνω κατω σε μικρό χώρο.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
  2. γνωριμία με κάποιον
  3. εξέταση, διερεύνηση, αναζήτηση με σκοπό τη μάθηση, την ενημέρωση, την επίγνωση (ελληνιστική έννοια)
    τὰς τῶν δικαστηρίων γνώσεις

Συνώνυμα

Αντώνυμα

  • ἀγνωσίη
  • ἄγνοια

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.