προγνωστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προγνωστικός | η | προγνωστική | το | προγνωστικό |
| γενική | του | προγνωστικού | της | προγνωστικής | του | προγνωστικού |
| αιτιατική | τον | προγνωστικό | την | προγνωστική | το | προγνωστικό |
| κλητική | προγνωστικέ | προγνωστική | προγνωστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προγνωστικοί | οι | προγνωστικές | τα | προγνωστικά |
| γενική | των | προγνωστικών | των | προγνωστικών | των | προγνωστικών |
| αιτιατική | τους | προγνωστικούς | τις | προγνωστικές | τα | προγνωστικά |
| κλητική | προγνωστικοί | προγνωστικές | προγνωστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προγνωστικός < αρχαία ελληνική προγνωστικός < προγιγνώσκω < γιγνώσκω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pronostic[1] [2])
Επίθετο
προγνωστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την πρόγνωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) προγνωστικό (ή συνήθως στον πληθυντικό: προγνωστικά): η πρόβλεψη, η πρόγνωση
Μεταφράσεις
προγνωστικός
- προγνωστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προγνωστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.