βασίλειον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| βᾰσιλειο- | |||||
| ονομαστική | τὸ | βασίλειον | τὰ | βασίλειᾰ | |
| γενική | τοῦ | βασιλείου | τῶν | βασιλείων | |
| δοτική | τῷ | βασιλείῳ | τοῖς | βασιλείοις | |
| αιτιατική | τὸ | βασίλειον | τὰ | βασίλειᾰ | |
| κλητική ὦ! | βασίλειον | βασίλειᾰ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βασιλείω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | βασιλείοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- βασίλειον < βασιλ(εύς) + -ειον
Ουσιαστικό
βασίλειον ουδέτερο
- παλάτι
- βασιλικό θησαυροφυλάκιο
- (ελληνιστική σημασία) πρωτεύουσα αυτοκρατορίας
- (ελληνιστική σημασία) διάδημα
- ιωνικός τύπος : βασιλήϊον
- (καθαρεύουσα) βασίλειον: βασίλειο
Πηγές
- βασίλειον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βασίλειον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.