βασιλεμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βασιλεμός | οι | βασιλεμοί |
| γενική | του | βασιλεμού | των | βασιλεμών |
| αιτιατική | τον | βασιλεμό | τους | βασιλεμούς |
| κλητική | βασιλεμέ | βασιλεμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
βασιλεμός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (ιδιωματικό) το ηλιοβασίλεμα, ο χρόνος της δύσης του ήλιου (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Μεταφράσεις
βασιλεμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.