βασιλόπουλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βασιλόπουλο τα βασιλόπουλα
      γενική του βασιλόπουλου των βασιλόπουλων
    αιτιατική το βασιλόπουλο τα βασιλόπουλα
     κλητική βασιλόπουλο βασιλόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βασιλόπουλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βασιλόπουλο < βασιλ(ιάς) + -ό- + -πουλο. Συγχρονικά αναλύεται σε βασιλ(ιάς) + -όπουλο.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /va.siˈlo.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βασιλόπουλο

Ουσιαστικό

βασιλόπουλο ουδέτερο

  1. (οικείο) νεαρός γιος του βασιλιά (θηλυκό βασιλοπούλα)
  2. (στον πληθυντικό) γιοι ή κόρες, τα παιδιά του βασιλιά

Συνώνυμα

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • το βασιλόπουλο του παραμυθιού: (ειρωνικό) για τον ιδανικό σύζυγο που ελπίζει να βρει κάποια γυναίκα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βασιλόπουλο < βασιλ(ιάς) + -ό- + -πουλο

Ουσιαστικό

βασιλόπουλο ουδέτερο (θηλυκό βασιλοπούλα)

όλες οι μορφές:

  • βασιλιόπουλο
  • βασιλιόπουλος
  • βασιλόπλο
  • βασιλόπουλο
  • βασιλόπουλον
  • βασιλόπουλος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βασιλεύς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.