ἡλιοβασίλευμαν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἡλιοβασίλευμαν < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἡλιοβασίλευμαν ουδέτερο άλλη μορφή του ἡλιοβασίλεμαν

  • ηλιοβασίλεμα, δύση του ηλίου
      13ος/15ος αιώνας, Λίβιστρος και Ροδάμνη, ανωνύμου, στίχ. 1808 (1807-1809)
    παρέδραµεν, ἐμίσευσεν τὸ πλάτος τῆς ἡμέρας,
    καὶ πρὸς τὸ ἡλιοβασίλευμαν ὅταν ἀρχεύῃ ἡ νύχτα,
    ἔφθασεν ὁ εὐνουχόπουλος, ἦλθεν ἐκ τὴν Ροδάµνην,
    Wagner Wilhelm, Trois poèmes grecs du Moyen-Age, Berlin 1881, σελ. 293 @archive.org

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.