βασίλευμα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Πτώση Ενικός Δυικός Πληθυντικός
Ονομαστική βασίλευμα βασιλεύματε βασιλεύματα
Γενική βασιλεύματος βασιλευμάτοιν βασιλευμάτων
Δοτική βασιλεύματι βασιλευμάτοιν βασιλεύμασι
Αιτιατική βασίλευμα βασιλεύματε βασιλεύματα
Κλητική βασίλευμα βασιλεύματε βασιλεύματα

Ετυμολογία

βασίλευμα < αρχαία ελληνική βασιλεύω < βασιλεύς

Ουσιαστικό

βασίλευμα ουδέτερο

  • (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η δύση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.