Βασίλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βασίλης | οι | Βασίληδες |
| γενική | του | Βασίλη | των | Βασίληδων |
| αιτιατική | τον | Βασίλη | τους | Βασίληδες |
| κλητική | Βασίλη | Βασίληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βασίλης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Βασίλης < Βασίλ(ειος) + -ης < (ελληνιστική κοινή) Βασίλειος< αρχαία ελληνική βασίλειος < βασιλεύς
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaˈsi.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σί‐λης
Κύριο όνομα
Βασίλης αρσενικό
Συγγενικά
- αγιοβασίλης
- αϊ-Βασίλης
- Βασιλάκης
- Βασιλική
- Κατηγορία:Λέξεις με συνθετικό 'Βασίλης' (νέα ελληνικά)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Κύριο όνομα
Βασίλης αρσενικό
- (οικείο) ανδρικό όνομα, άλλη μορφή του Βασίλειος
- ※ 15ος αιώνας ⌘ Λεόντιος Μαχαιράς, Χρονικόν - ⌘Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος 2, σελ.391
- καὶ ἔπεψεν τὸν κὺρ Βασίλη
Κλιτικοί τύποι
- Βασίλη (αιτιατική ενικού)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.