ρήγας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρήγας | οι | ρηγάδες |
| γενική | του | ρήγα | των | ρηγάδων |
| αιτιατική | τον | ρήγα | τους | ρηγάδες |
| κλητική | ρήγα | ρηγάδες | ||
| Συγκρίνετε με την κλίση του κύριου ονόματος Ρήγας. | ||||
| Κατηγορία όπως «ρήγας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ο ρήγας πίκα ή μπαστούνι.
Ετυμολογία
- ρήγας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρήγας
- για το τραπουλόχαρτο < σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική re[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾi.ɣas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρή‐γας
Ουσιαστικό
ρήγας αρσενικό
- (θηλυκό: ρήγισσα και ρήγαινα, λαϊκότροπο ή ιδιωματικό ή στη γλώσσα των παραμυθιών) ο βασιλιάς, ο ανώτατος άρχοντας
- ※ νάνι του ρήγα το παιδί, του βασιλιά τ' αγγόνι (παραδοσιακό νανούρισμα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ≈ συνώνυμα: αυτοκράτορας, μονάρχης
- (χαρτοπαίγνιο θηλυκό: ντάμα) ένα από τα τραπουλόχαρτα, το οποίο φέρει την εικόνα ενός βασιλιά
Μεταφράσεις
συμπληρώνουμε μετάφραση, μόνο αν υπάρχει ιδιαίτερη λαϊκότροπη λέξη για τη σημασία βασιλιάς
|
|
Αναφορές
- ρήγας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ρήγας < ρήξ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ῥήξ από την αιτιατική ενικού «τὸν ῥῆγα » [1] < λατινική rex, γενική regis (τίτλος του βασιλιά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας)
Ουσιαστικό
ρήγας αρσενικό (τύποι θηλυκού: → δείτε στο ρήγαινα)
- μορφή του ρήξ πιθανόν μετά τον 12ο αιώνα
- άλλες μορφές: ρήας (και μεσαιωνικά κυπριακά)
- για τις γραφές με δασυνόμενο ῥ,όπως σε μερικά λεξικά: χρειάζεται κείμενο ή κώδικας μ' αυτή τη γραφή
Κλιτικοί τύπο
- ρηγός (γενική ενικού)
- ρήγαν (αιτιατική ενικού)
- ρηγάδες (πληθυντικός)
Αναφορές
- ρήγας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- γραφή ῥήγας - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μονοτονική γραφή: ρηξ σελ.216-217, Τόμος 19, συμπλήρωμα στο Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.