βασιλίσκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βασιλίσκος | οι | βασιλίσκοι |
| γενική | του | βασιλίσκου | των | βασιλίσκων |
| αιτιατική | τον | βασιλίσκο | τους | βασιλίσκους |
| κλητική | βασιλίσκε | βασιλίσκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Bασιλίσκος από την Κόστα Ρίκα.
Ετυμολογία
- βασιλίσκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βασιλίσκος, Μορφολογικά αναλύεται σε βασιλεύς + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
- για τη σημασία, «ερπετό» < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βασιλίσκος [1]
Ουσιαστικό
βασιλίσκος αρσενικό
Μεταφράσεις
υποτιμητικός χαρακτηρισμός βασιλιά
Αναφορές
- βασιλίσκος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βασιλίσκος | οἱ | βασιλίσκοι |
| γενική | τοῦ | βασιλίσκου | τῶν | βασιλίσκων |
| δοτική | τῷ | βασιλίσκῳ | τοῖς | βασιλίσκοις |
| αιτιατική | τὸν | βασιλίσκον | τοὺς | βασιλίσκους |
| κλητική ὦ! | βασιλίσκε | βασιλίσκοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βασιλίσκω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βασιλίσκοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βασιλίσκος < βασιλεύς + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό
βασιλίσκος αρσενικό
- αρχηγός, πρίγκιπας
- είδος φιδιού
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Ωριγένης, Fragmenta In Jeremiam (In Catenis) (25), @scaife.perseus
- καὶ ὄφεις γὰρ ἰοβόλους εἰ κατακλείσεις, ὑπὸ τῶν δυνατωτέρων οἱ ἀσθενεῖς ὑπὸ λιμοῦ κατεσθίονται, ἕως οὗ ὁ πάντων ἰσχυρότατος πληρωθεὶς ὑπὸ τῶν ὄφεων οὓς κατεδήδοκεν, ὁ καλούμενος γένηται βασιλίσκος, ἰὸν ἔχων ἐκ μόνης θέας καρποφόρον δένδρον ξηραίνοντα.
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Ωριγένης, Fragmenta In Jeremiam (In Catenis) (25), @scaife.perseus
- (πτηνό) τρωγλοδύτης, τρυποφράχτης
- ψάρι της θάλασσας
- είδος παπουτσιού
- αστέρι, που ανήκει στον αστερισμό του Λέοντα
- είδος αρωματικού φυτού
Πηγές
- βασιλίσκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.