βασιλέα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /va.siˈle.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βασιλέα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βασιλέα αρσενικό



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βασιλέα αρσενικό

  1. αιτιατική ενικού του βασιλέας
  2. αιτιατική ενικού του βασιλεύς



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βᾰσῐλέᾱ αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.