βασιλές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βασιλές | οι | βασιλέδες |
| γενική | του | βασιλέ | των | βασιλέδων |
| αιτιατική | τον | βασιλέ | τους | βασιλέδες |
| κλητική | βασιλέ | βασιλέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βασιλές < βασιλέας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
βασιλές αρσενικό
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) ο βασιλιάς· δημώδης τύπος του βασιλέας
- ※ Ένα παλλικάρ' πήγε και το γείπε το bαbά τ’. Πάντε 'ς το βασιλέ να δώσ' ορνέκ (δείγμα). […] Γλέπτε, λέγει ο βασιλές, χρειάζουdαι οι παπούδες, να μη τις σφάζτε πλια, να φίντε να πεθνήσκουνα πε το θάνατο. Πε τότε και γύστερα δε σφάζνα τις παπούδες και τις bάbες, αλλά πεθνήσκουνε όdες γερνούσνα. Ο βασιλές το γείπε και τις άλλες τις βασιλέδες και δε σφάζνα πια τις παπούδες και τις bάbες
- καταγραφή αφήγησης: Δ.Α. Πετρόπουλος, «Λαογραφικά Σκοπού Ανατ. Θράκης», Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού Γλωσσικού Θησαυρού Ε΄ (1938-39), σσ. 163-164. Καταχώριση στο αποθετήριο του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών· πρόσβαση: 2020-12-15.
- ※ Ζούσε μια φορά στο χωριό μου ένας βασιλές. Ένας βασιλές όμως αληθινός […] που τον αγαπούσαν ούλοι οι ανθρώποι και ούλα τα μωρά
- Αθανάσιος Γκράβαλης, διήγημα «Η βασιλές», συλλογή: Της Ματζουράνενας το χάλασμα και άλλα αφηγήματα. Eπιμέλεια: Ε.Χ. Γονατάς. Aθήνα: Στιγμή, 1988, σ. 9.
- ※ Ένα παλλικάρ' πήγε και το γείπε το bαbά τ’. Πάντε 'ς το βασιλέ να δώσ' ορνέκ (δείγμα). […] Γλέπτε, λέγει ο βασιλές, χρειάζουdαι οι παπούδες, να μη τις σφάζτε πλια, να φίντε να πεθνήσκουνα πε το θάνατο. Πε τότε και γύστερα δε σφάζνα τις παπούδες και τις bάbες, αλλά πεθνήσκουνε όdες γερνούσνα. Ο βασιλές το γείπε και τις άλλες τις βασιλέδες και δε σφάζνα πια τις παπούδες και τις bάbες
Μεταφράσεις
βασιλές
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.