αστέρια
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈsteɾ.ʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στέ‐ρια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αστέρια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αστέρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.