ἀστέρι
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀστέρι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀστέριον υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ἀστήρ
Συνώνυμα
- ἄστρον
- ἀστήρ, ἀστέρας
Εκφράσεις
- τ’ ἀστέρι τοῦ βοριᾶ, ἄστρο τοῦ βοριᾶ (ο πολικός αστέρας)
Συγγενικά
θέμα ἀστερ-, όπως και στο ἀστέρας
- ἀστεράτος
- ἀστερίσκος
- ἀστεροδρόμος
- ἀστερολέσχης
- ἀστεροστόλιστος
- εξαστεριά, ξαστερία, ξαστεριά
- εξάστερον, 'ξάστερον
- κατάστερος
- μεσαστέρι
- ξάστερα
- ξάστερος
- ξαστερώνω
θέμα ἀστρ- → δείτε τη λέξη ἄστρον
Πηγές
- ἀστέρι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.