ἀστέρι

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀστέρι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀστέριον υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ἀστήρ

Ουσιαστικό

ἀστέρι ουδέτερο

  1. το αστέρι, το άστρο
  2. ο αστερισμός, το ζώδιο

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • τ’ ἀστέρι τοῦ βοριᾶ, ἄστρο τοῦ βοριᾶ (ο πολικός αστέρας)

Συγγενικά

θέμα ἀστερ-, όπως και στο ἀστέρας

θέμα ἀστρ-  δείτε τη λέξη ἄστρον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.