ξαστέρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξαστέρωμα | τα | ξαστερώματα |
| γενική | του | ξαστερώματος | των | ξαστερωμάτων |
| αιτιατική | το | ξαστέρωμα | τα | ξαστερώματα |
| κλητική | ξαστέρωμα | ξαστερώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξαστέρωμα < ξαστερώνω
Μεταφράσεις
ξαστέρωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.