πεφταστέρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεφταστέρι τα πεφταστέρια
      γενική του πεφταστεριού των πεφταστεριών
    αιτιατική το πεφταστέρι τα πεφταστέρια
     κλητική πεφταστέρι πεφταστέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεφταστέρι < πέφτει + αστέρι

Ουσιαστικό

πεφταστέρι ουδέτερο

  1. ο μικρός μετεωρίτης που λάμπει καθώς έρχεται με ταχύτητα σε επαφή με την ατμόσφαιρα της γης και πυρακτώνεται, ο διάττων ή διάττοντας αστέρας
    Α! Πεφταστέρι! Κάνε γρήγορα μια ευχή!
  2. ένα από τα Πεφταστέρια, δηλαδή το φαινόμενο βροχής διαττόντων που παρατηρείται διάφορες εποχές του χρόνου, με πιο γνωστό το καλοκαιρινό, δηλαδή τις Περσείδες

  • πεφτάστερο
  • πεφτάστρι

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.