ξαστερώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαστερώνω < ξάστερος

Ρήμα

ξαστερώνω

  1. για τον ουρανό, όταν καθαρίζει από τα σύννεφα, την καταχνιά και την ομίχλη και γίνεται αίθριος, όταν ξανοίγει:
    Tώρα που ξαστέρωσε ο ουρανός μπορούμε να ξεκινήσουμε

Συγγενικά

Σημειώσεις

Το ρήμα αυτο χρησιμοποιείται στο γ΄πρόσωπο ενικού και πληθυντικού. Η χρήση του στα υπόλοιπα πρόσωπα είναι σπανιότατη.

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.