ξάστερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξάστερος η ξάστερη το ξάστερο
      γενική του ξάστερου της ξάστερης του ξάστερου
    αιτιατική τον ξάστερο την ξάστερη το ξάστερο
     κλητική ξάστερε ξάστερη ξάστερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξάστεροι οι ξάστερες τα ξάστερα
      γενική των ξάστερων των ξάστερων των ξάστερων
    αιτιατική τους ξάστερους τις ξάστερες τα ξάστερα
     κλητική ξάστεροι ξάστερες ξάστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξάστερος < μεσαιωνική ελληνική ἐξάστερος

Επίθετο

ξάστερος,η,ο

  1. γεμάτος αστέρια
    ξάστερος ουρανός, ξάστερη νύχτα
  2. καθαρός (για τον ουρανό τη νύχτα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.