ξάστερα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ξάστερα
<
ξάστερος
Επίρρημα
ξάστερα
καθαρά
,
ντόμπρα
,
ρητά
, με
σαφήνεια
, χωρίς
υπεκφυγές
(συνήθως για λέξεις, φραστικές τοποθετήσεις σε ένα ζήτημα)
Μεταφράσεις
ξάστερα
αγγλικά
:
plainly
(en)
clearly
(en)
γαλλικά
:
ouvertement
(fr)
,
nettement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ξάστερα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ξάστερο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.