αστεράτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστεράτος | η | αστεράτη | το | αστεράτο |
| γενική | του | αστεράτου | της | αστεράτης | του | αστεράτου |
| αιτιατική | τον | αστεράτο | την | αστεράτη | το | αστεράτο |
| κλητική | αστεράτε | αστεράτη | αστεράτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστεράτοι | οι | αστεράτες | τα | αστεράτα |
| γενική | των | αστεράτων | των | αστεράτων | των | αστεράτων |
| αιτιατική | τους | αστεράτους | τις | αστεράτες | τα | αστεράτα |
| κλητική | αστεράτοι | αστεράτες | αστεράτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αστεράτος < μεσαιωνική ελληνική ἀστεράτος. Συγχρονικά αναλύεται σε αστέρι + -άτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.steˈɾa.tos/
Επίθετο
αστεράτος
Μεταφράσεις
αστεράτος
|
→ δείτε τη λέξη αστέρινος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.