απλοχέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απλοχέρης | η | απλοχέρα | το | απλοχέρικο |
| γενική | του | απλοχέρη | της | απλοχέρας | του | απλοχέρικου |
| αιτιατική | τον | απλοχέρη | την | απλοχέρα | το | απλοχέρικο |
| κλητική | απλοχέρη | απλοχέρα | απλοχέρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απλοχέρηδες | οι | απλοχέρες | τα | απλοχέρικα |
| γενική | των | απλοχέρηδων | — | των | απλοχέρικων | |
| αιτιατική | τους | απλοχέρηδες | τις | απλοχέρες | τα | απλοχέρικα |
| κλητική | απλοχέρηδες | απλοχέρες | απλοχέρικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απλοχέρης < (μεσαιωνική ελληνική) *ἁπλοχέρης (→ δείτε τη λέξη ἁπλοχεριά) < ἁπλώνω + χέρι [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ploˈçe.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πλο‐χέ‐ρης
Επίθετο
απλοχέρης, -α, ικο
- που ξοδεύει ή μοιράζει πρόθυμα, χωρίς τσιγκουνιά αλλά ίσως και χωρίς περίσκεψη
- ↪ Ο Θανάσης ήταν πολύ απλοχέρης και στο τέλος πέθανε στην ψάθα.
- ≈ συνώνυμα: απλόχερος, ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος, σπάταλος
- ≠ αντώνυμα: σφιχτοχέρης, φειδωλός, φιλάργυρος, τσιγκούνης, σπαγγοραμμένος
- που κλέβει, που οικειοποιείται κάτι που δεν του ανήκει
- που προβαίνει σε ενοχλητικές χειρονομίες σεξουαλικής φύσεως
Μεταφράσεις
απλοχέρης
|
απλοχέρης
|
Αναφορές
- απλοχέρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.