μουρντάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουρντάρης οι μουρντάρηδες
      γενική του μουρντάρη των μουρντάρηδων
    αιτιατική τον μουρντάρη τους μουρντάρηδες
     κλητική μουρντάρη μουρντάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουρντάρης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική مردار (murdar, βρόμικος) (τουρκική murdar) < απώτατης αρχή: περσική مردار (mordār)

Προφορά

ΔΦΑ : /muɾˈda.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μουρντάρης

Ουσιαστικό

μουρντάρης αρσενικό (θηλυκό μουρντάρα)

  1. που έχει πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις ή συνηθίζει να απατά τη σύντροφό του
      Ο Διονυσιάδης ήτανε μουρντάρης. Τα είχε με κάποια θεατρινούλα του θιάσου Πεταλά, που δούλευε τότε στο θέατρό του. Η γυναίκα του, ζηλιάρα, του 'κανε καθημερινές σκηνές. (Κώστας Αρκουδέας, Το χαμένο Νόμπελ: Μια αληθινή ιστορία, εκδόσεις Καστανιώτη, 2015 )
  2. (λαϊκότροπο) άνθρωπος ακάθαρτος, βρομιάρης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.