μουρντάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μουρντάρης | οι | μουρντάρηδες |
| γενική | του | μουρντάρη | των | μουρντάρηδων |
| αιτιατική | τον | μουρντάρη | τους | μουρντάρηδες |
| κλητική | μουρντάρη | μουρντάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουρντάρης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική مردار (murdar, βρόμικος) (τουρκική murdar) < απώτατης αρχή: περσική مردار (mordār)
Προφορά
- ΔΦΑ : /muɾˈda.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μουρ‐ντά‐ρης
Ουσιαστικό
μουρντάρης αρσενικό (θηλυκό μουρντάρα)
- που έχει πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις ή συνηθίζει να απατά τη σύντροφό του
- (λαϊκότροπο) άνθρωπος ακάθαρτος, βρομιάρης
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μουρντάρης
|
|
Πηγές
- μουρντάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.