απλοχεριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απλοχεριά οι απλοχεριές
      γενική της απλοχεριάς των απλοχεριών
    αιτιατική την απλοχεριά τις απλοχεριές
     κλητική απλοχεριά απλοχεριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απλοχεριά < μεσαιωνική ελληνική απλοχεριά

Ουσιαστικό

απλοχεριά θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος απλοχέρης, η ιδιότητα του απλοχέρη
  2. (παρωχημένο) χούφτα, χεροβολιά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.