σπαγγοραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπαγγοραμμένος | η | σπαγγοραμμένη | το | σπαγγοραμμένο |
| γενική | του | σπαγγοραμμένου | της | σπαγγοραμμένης | του | σπαγγοραμμένου |
| αιτιατική | τον | σπαγγοραμμένο | τη | σπαγγοραμμένη | το | σπαγγοραμμένο |
| κλητική | σπαγγοραμμένε | σπαγγοραμμένη | σπαγγοραμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπαγγοραμμένοι | οι | σπαγγοραμμένες | τα | σπαγγοραμμένα |
| γενική | των | σπαγγοραμμένων | των | σπαγγοραμμένων | των | σπαγγοραμμένων |
| αιτιατική | τους | σπαγγοραμμένους | τις | σπαγγοραμμένες | τα | σπαγγοραμμένα |
| κλητική | σπαγγοραμμένοι | σπαγγοραμμένες | σπαγγοραμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
σπαγγοραμμένος, -η, -ο[1]
- άλλη γραφή του σπαγκοραμμένος
- σπαγγοραμμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.