απλόχερα
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
απλόχερα
- (για κολύμπι) με απλωτές
- (μεταφορικά) με γενναιοδωρία, πρόθυμα και χωρίς τσιγκουνιά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
απλόχερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του απλόχερος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.