απλόχερα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απλόχερα < απλόχερος +

Επίρρημα

απλόχερα

  1. (για κολύμπι) με απλωτές
  2. (μεταφορικά) με γενναιοδωρία, πρόθυμα και χωρίς τσιγκουνιά
     συνώνυμα: ανοιχτόχερα, γενναιόδωρα
     αντώνυμα: τσιγκούνικα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

απλόχερα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.