φιλάργυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλάργυρος η φιλάργυρη το φιλάργυρο
      γενική του φιλάργυρου της φιλάργυρης του φιλάργυρου
    αιτιατική τον φιλάργυρο τη φιλάργυρη το φιλάργυρο
     κλητική φιλάργυρε φιλάργυρη φιλάργυρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλάργυροι οι φιλάργυρες τα φιλάργυρα
      γενική των φιλάργυρων των φιλάργυρων των φιλάργυρων
    αιτιατική τους φιλάργυρους τις φιλάργυρες τα φιλάργυρα
     κλητική φιλάργυροι φιλάργυρες φιλάργυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φιλάργυρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλάργυρος < φίλος (φιλ-) + ἄργυρος

Προφορά

ΔΦΑ : /fiˈlaɾ.ʝi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φιλάργυρος

Επίθετο

φιλάργυρος

  • που αγαπά υπερβολικά το χρήμα
    Ο 'Φιλάργυρος, τίτλος κωμωδίας του Μολιέρου

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)=

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.