φιλάργυρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλάργυρος | η | φιλάργυρη | το | φιλάργυρο |
| γενική | του | φιλάργυρου | της | φιλάργυρης | του | φιλάργυρου |
| αιτιατική | τον | φιλάργυρο | τη | φιλάργυρη | το | φιλάργυρο |
| κλητική | φιλάργυρε | φιλάργυρη | φιλάργυρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλάργυροι | οι | φιλάργυρες | τα | φιλάργυρα |
| γενική | των | φιλάργυρων | των | φιλάργυρων | των | φιλάργυρων |
| αιτιατική | τους | φιλάργυρους | τις | φιλάργυρες | τα | φιλάργυρα |
| κλητική | φιλάργυροι | φιλάργυρες | φιλάργυρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φιλάργυρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλάργυρος < φίλος (φιλ-) + ἄργυρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /fiˈlaɾ.ʝi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λάρ‐γυ‐ρος
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)=
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- φιλάργυρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλάργυρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.