σφιχτοχέρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφιχτοχέρης η σφιχτοχέρα το σφιχτοχέρικο
      γενική του σφιχτοχέρη της σφιχτοχέρας του σφιχτοχέρικου
    αιτιατική τον σφιχτοχέρη τη σφιχτοχέρα το σφιχτοχέρικο
     κλητική σφιχτοχέρη σφιχτοχέρα σφιχτοχέρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφιχτοχέρηδες οι σφιχτοχέρες τα σφιχτοχέρικα
      γενική των σφιχτοχέρηδων των σφιχτοχέρικων
    αιτιατική τους σφιχτοχέρηδες τις σφιχτοχέρες τα σφιχτοχέρικα
     κλητική σφιχτοχέρηδες σφιχτοχέρες σφιχτοχέρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σφιχτοχέρης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

σφιχτοχέρης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.