ἠρέμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἠρέμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁rem- (ηρεμώ, ξεκουράζομαι)

Επίρρημα

ἠρέμᾰ

  1. ήρεμα, ήσυχα
  2. αργά
  3. λίγο
  4. χαμηλόφωνα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.