γαληνός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαληνός | η | γαληνή | το | γαληνό |
| γενική | του | γαληνού | της | γαληνής | του | γαληνού |
| αιτιατική | τον | γαληνό | τη | γαληνή | το | γαληνό |
| κλητική | γαληνέ | γαληνή | γαληνό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαληνοί | οι | γαληνές | τα | γαληνά |
| γενική | των | γαληνών | των | γαληνών | των | γαληνών |
| αιτιατική | τους | γαληνούς | τις | γαληνές | τα | γαληνά |
| κλητική | γαληνοί | γαληνές | γαληνά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαληνός < αρχαία ελληνική γαληνός (ήσυχος, πράος)
Επίθετο
γαληνός
- γαλήνιος, ήρεμος, πράος, καθησυχασμένος
- το αρσενικό και το θηλυκό του υπερθ. βαθμ. ως ουσ. Ο γαληνότατος, η γαληνοτάτη→ δείτε τη λέξη
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.