calm
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | calm |
| συγκριτικός | calmer / more calm |
| υπερθετικός | calmest / most calm |
calm (en)
- ήρεμος, γαληνεμένος, όχι ενθουσιασμένος, νευρικός ή αναστατωμένος
- ↪ in the calm atmosphere of his study - στην ήρεμη ατμόσφαιρα του γραφείου του
- ↪ I’m feeling calm now.
- Νιώθω γαληνεμένος τώρα.
- γαλήνιος, για τη θάλασσα, χωρίς μεγάλα κύματα
- ↪ a calm sea - γαλήνια θάλασσα
- γαλήνιος, για τον καιρό, χωρίς αέρα
- ↪ a calm night - γαλήνια βραδιά
Συνώνυμα
Αντώνυμα
- → δείτε τη λέξη nervous
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| calm | calms |
calm (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η ηρεμία η γαλήνη, μια ήσυχη ώρα ή κατάσταση
- ↪ calm in the city after yesterday’s events - ηρεμία στην πόλη μετά τα χθεσινά επεισόδια
- ↪ She sought the calm of the countryside.
- Αναζήτησε τη γαλήνη της εξοχής.
- η ηρεμία, η γαλήνη, την ώρα που δεν υπάρχει αέρας
- ↪ the calm after the storm - η ηρεμία μετά την καταιγίδα
- ↪ in the calm of the night - μεσ' στη γαλήνη της νύχτας
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη calmness
Σύνθετα
Ρήμα
| ενεστώτας | calm |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | calms |
| αόριστος | calmed |
| παθητική μετοχή | calmed |
| ενεργητική μετοχή | calming |
calm (en)
Παράγωγα
Πηγές
- calm (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- calm (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- calm (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 180, 363. ISBN 9780194325684., λήμμα: γαληνεύω, γαλήνη, γαλήνιος, ηρεμία, ήρεμος, ηρεμώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.