calm

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός calm
συγκριτικός calmer / more calm
υπερθετικός calmest / most calm

calm (en)

  1. ήρεμος, γαληνεμένος, όχι ενθουσιασμένος, νευρικός ή αναστατωμένος
    in the calm atmosphere of his study - στην ήρεμη ατμόσφαιρα του γραφείου του
    I’m feeling calm now.
    Νιώθω γαληνεμένος τώρα.
  2. γαλήνιος, για τη θάλασσα, χωρίς μεγάλα κύματα
    a calm sea - γαλήνια θάλασσα
  3. γαλήνιος, για τον καιρό, χωρίς αέρα
    a calm night - γαλήνια βραδιά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

  •  δείτε τη λέξη nervous

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
calm calms

calm (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η ηρεμία η γαλήνη, μια ήσυχη ώρα ή κατάσταση
    calm in the city after yesterday’s events - ηρεμία στην πόλη μετά τα χθεσινά επεισόδια
    She sought the calm of the countryside.
    Αναζήτησε τη γαλήνη της εξοχής.
  2. η ηρεμία, η γαλήνη, την ώρα που δεν υπάρχει αέρας
    the calm after the storm - η ηρεμία μετά την καταιγίδα
    in the calm of the night - μεσ' στη γαλήνη της νύχτας

Συνώνυμα

  •  δείτε τη λέξη calmness

Σύνθετα

Ρήμα

ενεστώτας calm
γ΄ ενικό ενεστώτα calms
αόριστος calmed
παθητική μετοχή calmed
ενεργητική μετοχή calming

calm (en)

Παράγωγα

Πηγές



Ρουμανικά (ro)

Επίθετο

calm (ro)

Επίρρημα

calm (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.