ηρεμώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ηρεμώ < αρχαία ελληνική ἠρεμῶ
Ρήμα
ηρεμώ
- (αμετάβατο) δεν ενεργώ, είμαι σε κατάσταση αδράνειας
- (αμετάβατο) έρχομαι σε κατάσταση ψυχικής ισορροπίας μετά από κάποια ψυχική ένταση
- (μεταβατικό) ενεργώ έτσι ώστε κάποιος άλλος να ηρεμήσει (2)
- ηρέμησέ τον πριν γίνει το κακό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.