ηρεμώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ηρεμώ < αρχαία ελληνική ἠρεμῶ

Ρήμα

ηρεμώ

  1. (αμετάβατο) δεν ενεργώ, είμαι σε κατάσταση αδράνειας
  2. (αμετάβατο) έρχομαι σε κατάσταση ψυχικής ισορροπίας μετά από κάποια ψυχική ένταση
  3. (μεταβατικό) ενεργώ έτσι ώστε κάποιος άλλος να ηρεμήσει (2)
    ηρέμησέ τον πριν γίνει το κακό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.