quiescent

Γαλλικά (fr)

Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | quiescent | quiescents |
| θηλυκό | quiescente | quiescentes |
quiescent (fr)
- αδρανής, που δεν λειτουργεί
- (εβραϊκή γραμματική) λέγεται για γράμματα που δεν προφέρονται
- (εντομολογία) λέγεται για έντομο του οποίου η ανάπτυξη σταματά όταν δεν παύουν να υπάρχουν κατάλληλες συνθήκες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.