quiescent

Αγγλικά (en)

Επίθετο

quiescent (en)



Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό quiescent quiescents
θηλυκό quiescente quiescentes

quiescent (fr)

  1. αδρανής, που δεν λειτουργεί
  2. (εβραϊκή γραμματική) λέγεται για γράμματα που δεν προφέρονται
  3. (εντομολογία) λέγεται για έντομο του οποίου η ανάπτυξη σταματά όταν δεν παύουν να υπάρχουν κατάλληλες συνθήκες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.