αναστάτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναστάτωση | οι | αναστατώσεις |
| γενική | της | αναστάτωσης* | των | αναστατώσεων |
| αιτιατική | την | αναστάτωση | τις | αναστατώσεις |
| κλητική | αναστάτωση | αναστατώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναστατώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναστάτωση < (ελληνιστική κοινή) ἀναστατόω ή αρχαία ελληνική ἀναστάτωσις
Ουσιαστικό
αναστάτωση θηλυκό (πιο δόκιμος ο ενικός)
- η αναταραχή, η ταραχή, το κομφούζιο, η προβληματική λειτουργία σε μηχανισμούς με οργανωμένο χρονοδιάγραμμα
- Μετά τη φάρσα για βόμβα επακολούθησε μια αναστάτωση' καθώς κανένας μας δεν ήξερε πότε θα απογειωθούν τα αεροπλάνα
- Εξαιτίας της απεργίας προκλήθηκε αναστάτωση σε όλα τα δρομολόγια
- η λαχτάρα, ερωτικός ή συναισθηματικός ξεσηκωμός
- Οταν με πλησιάζει αυτό το κορίτσι, νιώθω μια γλυκειά αναστάτωση
Μεταφράσεις
αναστάτωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.