αναστάτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναστάτωση οι αναστατώσεις
      γενική της αναστάτωσης* των αναστατώσεων
    αιτιατική την αναστάτωση τις αναστατώσεις
     κλητική αναστάτωση αναστατώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναστατώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναστάτωση < (ελληνιστική κοινή) ἀναστατόω ή αρχαία ελληνική ἀναστάτωσις

Ουσιαστικό

αναστάτωση θηλυκό (πιο δόκιμος ο ενικός)

  1. η αναταραχή, η ταραχή, το κομφούζιο, η προβληματική λειτουργία σε μηχανισμούς με οργανωμένο χρονοδιάγραμμα
    Μετά τη φάρσα για βόμβα επακολούθησε μια αναστάτωση' καθώς κανένας μας δεν ήξερε πότε θα απογειωθούν τα αεροπλάνα
    Εξαιτίας της απεργίας προκλήθηκε αναστάτωση σε όλα τα δρομολόγια
  2. η λαχτάρα, ερωτικός ή συναισθηματικός ξεσηκωμός
    Οταν με πλησιάζει αυτό το κορίτσι, νιώθω μια γλυκειά αναστάτωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.