ηρεμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηρεμία οι ηρεμίες
      γενική της ηρεμίας των ηρεμιών
    αιτιατική την ηρεμία τις ηρεμίες
     κλητική ηρεμία ηρεμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηρεμία < αρχαία ελληνική ἠρεμία

Ουσιαστικό

ηρεμία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.