ταραχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταραχή | οι | ταραχές |
| γενική | της | ταραχής | των | ταραχών |
| αιτιατική | την | ταραχή | τις | ταραχές |
| κλητική | ταραχή | ταραχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταραχή < αρχαία ελληνική ταραχή < ταράσσω / ταράττω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.ɾaˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐ρα‐χή
Ουσιαστικό
ταραχή θηλυκό
- ψυχοσωματική ανησυχία και αναστάτωση
- Φοβάται μήπως διασταυρωθούν τα βλέμματά μας και τα χάσει από την ταραχή. (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος, 2006, σελ. 13)
- αταξία και αναστάτωση που επικρατεί σε κάποιο μέρος ή σ’ ένα σύνολο ανθρώπων
- βίαιη ανακίνηση
- (παρωχημένο) θόρυβος
- (στον πληθυντικό) ταραχές κοινωνικές αναστατώσεις και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ταράζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.