ένστικτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ένστικτο τα ένστικτα
      γενική του ενστίκτου
& ένστικτου
των ενστίκτων
    αιτιατική το ένστικτο τα ένστικτα
     κλητική ένστικτο ένστικτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ένστικτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ένστικτος (< εν-, στικ- (στίζω) + -τος), άμεσο δάνειο από τη γαλλική instinct < λατινική instinctus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος instinguo[1][2] < stinguo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stengʷ- / *stegʷ- (ωθώ, σπρώχνω) (συγγενικό: αρχαία ελληνική στίζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈen.sti(ŋ).kto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ένστικτο

Ουσιαστικό

ένστικτο ουδέτερο

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ένστικτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.