αναπαραγωγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναπαραγωγή | οι | αναπαραγωγές |
| γενική | της | αναπαραγωγής | των | αναπαραγωγών |
| αιτιατική | την | αναπαραγωγή | τις | αναπαραγωγές |
| κλητική | αναπαραγωγή | αναπαραγωγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναπαραγωγή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αναπαραγωγή θηλυκό
- (τεχνολογία) η παραγωγή αντιγράφων με βάση κάποιο πρότυπο ή κάποιου ήδη υπάρχοντος πρωτότυπου
- (βιολογία) η παραγωγή νέου οργανισμού μέσα από τη φυσική διαδικασία πολλαπλασιασμού
- (συνεκδοχικά) η διαδικασία της παραγωγής
Μεταφράσεις
αναπαραγωγή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.