στίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στίζω (χαράζω τατουάζ)
Ρήμα
στίζω (παθητική φωνή: (σπάνιο) στίζομαι)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στίζω | έστιζα | θα στίζω | να στίζω | στίζοντας | |
| β' ενικ. | στίζεις | έστιζες | θα στίζεις | να στίζεις | στίζε | |
| γ' ενικ. | στίζει | έστιζε | θα στίζει | να στίζει | ||
| α' πληθ. | στίζουμε | στίζαμε | θα στίζουμε | να στίζουμε | ||
| β' πληθ. | στίζετε | στίζατε | θα στίζετε | να στίζετε | στίζετε | |
| γ' πληθ. | στίζουν(ε) | έστιζαν στίζαν(ε) |
θα στίζουν(ε) | να στίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έστιξα | θα στίξω | να στίξω | στίξει | ||
| β' ενικ. | έστιξες | θα στίξεις | να στίξεις | στίξε | ||
| γ' ενικ. | έστιξε | θα στίξει | να στίξει | |||
| α' πληθ. | στίξαμε | θα στίξουμε | να στίξουμε | |||
| β' πληθ. | στίξατε | θα στίξετε | να στίξετε | στίξτε | ||
| γ' πληθ. | έστιξαν στίξαν(ε) |
θα στίξουν(ε) | να στίξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στίξει | είχα στίξει | θα έχω στίξει | να έχω στίξει | ||
| β' ενικ. | έχεις στίξει | είχες στίξει | θα έχεις στίξει | να έχεις στίξει | ||
| γ' ενικ. | έχει στίξει | είχε στίξει | θα έχει στίξει | να έχει στίξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στίξει | είχαμε στίξει | θα έχουμε στίξει | να έχουμε στίξει | ||
| β' πληθ. | έχετε στίξει | είχατε στίξει | θα έχετε στίξει | να έχετε στίξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στίξει | είχαν στίξει | θα έχουν στίξει | να έχουν στίξει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- στίζω, ήδη τον 6ο αιώνα στον Σιμωνίδη < στίγ-jω, μεταπτωτική βαθμίδα στιγ- < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *stiďďō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teyg- (τρυπώ, διατρυπώ, νύσσω)[1]
Ρήμα
στίζω
- χαράζω, κεντώ
- στιγματίζω (κακόσημο)
- (ελληνιστική σημασία , γραμματική) προσθέτω σημεία στίξης
Συγγενικά
θέμα στιζ-
θέμα στιγμ-
θέμα στιγ-
- ἀστιγής
- περιστιγής
- στιγεύς (που κάνει στίγματα)
- στίγος
- στίγων
θέμα στικτ-
- → δείτε τη λέξη στικτός
θέμα στιξ-
- → δείτε τη λέξη στίξις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- στίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.