σπρώχνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σπρώχνω < μεσαιωνική ελληνική σπρώχνω < αρχαία ελληνική προωθῶ

Ρήμα

σπρώχνω (παθητική φωνή: σπρώχνομαι)

  1. ωθώ κάτι προσπαθώντας να το μετακινήσω
  2. (μεταφορικά) παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι
  3. (μεταφορικά) προωθώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.