ενστικτώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενστικτώδης η ενστικτώδης το ενστικτώδες
      γενική του ενστικτώδους της ενστικτώδους του ενστικτώδους
    αιτιατική τον ενστικτώδη την ενστικτώδη το ενστικτώδες
     κλητική ενστικτώδη(ς) ενστικτώδης ενστικτώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενστικτώδεις οι ενστικτώδεις τα ενστικτώδη
      γενική των ενστικτωδών των ενστικτωδών των ενστικτωδών
    αιτιατική τους ενστικτώδεις τις ενστικτώδεις τα ενστικτώδη
     κλητική ενστικτώδεις ενστικτώδεις ενστικτώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενστικτώδης < ένστικτ(ο) + -ώδης

Επίθετο

ενστικτώδης, -ης, -ες

  1. που γίνεται αυθόρμητα, χωρίς σκέψη, που προκαλείται από ένστικτο
    Ενστικτώδης κίνηση.

Συνώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.