ενόραση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενόραση | οι | ενοράσεις |
| γενική | της | ενόρασης* | των | ενοράσεων |
| αιτιατική | την | ενόραση | τις | ενοράσεις |
| κλητική | ενόραση | ενοράσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ενοράσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενόραση < ελληνιστική κοινή ἐνόρασις ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Εinsicht)
Ουσιαστικό
ενόραση θηλυκό
Συγγενικά
- ενορατικά
- ενορατικός
- ενορώ
- → δείτε τις λέξεις όραση και ορώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.