αυτοσυντήρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοσυντήρηση | οι | αυτοσυντηρήσεις |
| γενική | της | αυτοσυντήρησης* | των | αυτοσυντηρήσεων |
| αιτιατική | την | αυτοσυντήρηση | τις | αυτοσυντηρήσεις |
| κλητική | αυτοσυντήρηση | αυτοσυντηρήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυντηρήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοσυντήρηση < αυτο- + συντήρηση < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Selbsterhaltung
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.