ορμέμφυτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορμέμφυτο τα ορμέμφυτα
      γενική του ορμέμφυτου των ορμέμφυτων
    αιτιατική το ορμέμφυτο τα ορμέμφυτα
     κλητική ορμέμφυτο ορμέμφυτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορμέμφυτο < ουδέτερο του ορμέμφυτος < ορμή + έμφυτος (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Naturtrieb

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈen.sti.kto/

Επίθετο

ορμέμφυτο ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.